κορακωτός

κορακωτός
-ή, -ό
1. κορακιωτός*
2. φρ. α) ναυτ. «κορακωτός τρόχιλος» — τρόχιλος που απολήγει σε γάντζο, κν. γαντζωτός, μακαράς
β. «κορακωτός γόμφος» — μακριά σιδερένια περόνη που καταλήγει σε γάντζο
γ) «κορακωτό σύσπαστο» — το σύσπαστο που έχει τον ένα ή και τους δύο τροχίλους καρακωτούς, γαμψούς, αγκιστροειδείς
δ) «κορακωτή αρτάνη» — γαντζωτό σαμπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράκι με σημασία «γάντζος» + κατάλ. -ωτός (πρβλ. θολ-ωτός, τουρλ-ωτός). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κορακιωτός — και κορακωτός, ή, ό 1. όμοιος με κόρακα, αγκιστροειδής, γαμψός 2. εφοδιασμένος με κοράκι, με γάντζο, με ραμφοειδή μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοράκι με σημ. «γάντζος» + κατάλ. ωτός (πρβλ. καμαρ ωτός χνουδ ωτός)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”